νεοκερατόδους

νεοκερατόδους
ο
ζωολ. γένος ιχθύων που ανήκουν στους δίπνευστους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neoceratodus (< νε[ο]- + κέρας + ὀδούς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίπνευστοι ή δίπνοοι — Ομάδα ψαριών του γλυκού νερού. Αναπτύχθηκαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και σήμερα περιλαμβάνουν μόνο τρία γένη. Οι δ. θεωρούνται κατηγορία μεταβατικών ζώων, μεταξύ ψαριών και αμφίβιων, εξαιτίας των οδοντικών πλακών, της κατασκευής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”